Σάββατο 28 Ιουλίου 2012

Αναμνήσεις ενός Ιππότη.

     Το πρώτο σοβαρό με πολλές έννοιες διήγημα που έγραψα. Γράφτηκε για ένα διαγωνισμό/παιχνίδι το 2010 με θέμα "Διακοπές", αλλά βγήκε τελευταίο στην ψηφοφορία, αν και απέσπασε κάποιες καλές κριτικές. Έκτοτε πρόσθεσα πράγματα και διόρθωσα κάποια άλλα. Από αυτό, όπως θα έχετε καταλάβει, πήρε και το όνομά του το μπλογκ. Μπορεί να μη θεωρείται πλέον ούτε κατά διάνοια το καλύτερο δείγμα γραφής μου, αλλά παραμένει πρώτο στην καρδιά μου. Ελπίζω να σας αρέσει.

~ ~ ~

     Το όνομά μου είναι Πιότρ Λέζινκ. Είμαι ο ενδέκατος Μέγας Στρατηγός του Τάγματος της Γαλάζιας Φλόγας, ενός ιπποτικού τάγματος που έχει ως στόχο την προστασία των άμαχων από κάθε λογής πλάσματα που θέλουν το κακό τους. Σε αυτό το καταραμένο μέρος της βασιλικής επικράτειας ακόμα και ο πιο απλός παιδικός εφιάλτης μπορεί να πάρει σάρκα και οστά. Για αυτό το λόγο αποφάσισα από τα πρώτα μου χρόνια ως μέλος του τάγματος να φύγω από την πρωτεύουσα όπου ήταν το σπίτι και η οικογένειά μου και να έρθω εδώ εθελοντικά για να βοηθήσω όσους ζούσαν καθημερινά το φόβο της πιθανής επίθεσης των τεράτων.

Δευτέρα 2 Ιουλίου 2012

Μια Πολιτεία από Πάγο.

Ένα ακόμα παλιό μου κατόρθωμα, αρχές τρίτης λυκείου αν θυμάμαι καλά. Η πρώτη μου ουσιαστική προσπάθεια για ποίηση.
~ ~ ~




Τον παλιό καιρό, στα βορινά του κόσμου
Κρυφά απ’όλους ζούσε και ευημερούσε
Μια πολιτεία από πάγο

Πέμπτη 21 Ιουνίου 2012

Τρία Κόκκινα Αγριολούλουδα

   Το πρώτο από τα κείμενά μου που θα ανεβάσω. Το είχα γράψει το 2010 αν θυμάμαι καλά. Τη μέρα που αποφάσισα να κόψω τον καφέ, καθώς ήπια έναν, αρκετά ελαφρύ ομολογουμένως, και δεν με έπαιρνε με την καμία ο ύπνος και κατέληξα 9 η ώρα το πρωί να περνώ ένα τελευταίο χέρι στο κείμενο που έγραψα εκείνη τη νύχτα, αυτό που ακολουθεί. Από τα αγαπημένα μου που έχω γράψει, αν και διαφέρει αρκετά από άποψης θέματος με τα άλλα.

~ ~ ~


   Τα τελευταία μου γενέθλια είχαν διπλό νόημα. Γιόρταζαν τη συμπλήρωση ενός επιπλέον χρόνου της ζωής μου καθώς και της ενηλικίωσής μου σύμφωνα με τις συνήθειες του βασιλείου. Είχα μπει πλέον στον κόσμο των μεγάλων με ότι συνεπάγεται αυτή η ένταξη.
   Όσο ήμουν μικρός, εκτός από το σχολείο, συνήθιζα να βοηθάω τον πατέρα μου που ήταν τεχνίτης. Του άρεσε να επισκευάζει αντικείμενα κάθε λογής οπότε είχε συνέχεια δουλειά και κάθε βοήθεια από μέρους μου ήταν ευπρόσδεκτη.
   Τώρα που ενηλικιώθηκα μπορούσα να χαράξω τη δική μου πορεία. Από τη στιγμή που έμαθα να διαβάζω κατάφερα να μπω στο μαγικό κόσμο των βιβλίων και να χαθώ εκεί οπότε ήξερα τι ήθελα να κάνω για το υπόλοιπο της ζωής μου. Αποφάσισα να γίνω μαθητευόμενος βιβλιοθηκάριος στη Μεγάλη Βιβλιοθήκη που αποτελεί το καύχημα της πόλης μας καθώς και το μεγαλύτερο θησαυρό ολόκληρου του βασιλείου. Χιλιάδες άνθρωποι έρχονταν κάθε χρόνο για να μπορέσουν να δουν τους θησαυρούς της που δεν ήταν άλλοι από πολλές χιλιάδες βιβλία όλων των ειδών. Η ποικιλία τους μπορούσε να ικανοποιήσει και τους πιο απαιτητικούς ερευνητές γνώσεως.
   Τις περισσότερες ώρες της ημέρας τις περνούσα εκεί βοηθώντας τους βιβλιοθηκάριους στις διάφορες εργασίες. Όταν με άφηναν ελεύθερο πήγαινα στην κεντρική πλατεία με το μεγάλο πεύκο, όπου συναντούσα άλλα άτομα της ηλικίας μου.
  Μπορεί να μας θεωρούσαν ενήλικους, δεν ήμασταν όμως ακόμα διατεθειμένοι να αφήσουμε να πεθάνει το παιδί που έκρυβε ο καθένας μας μέσα του. Συζητούσαμε για διάφορα θέματα, εκφράζαμε τα όνειρα και τις ελπίδες μας για το μέλλον, κάναμε αστεία ο ένας στον άλλο και γενικά περνούσαμε ευχάριστα την ώρα μας.
   Σε μια από αυτές τις συναντήσεις την είδα για πρώτη φορά. Ήταν μια κοπέλα μετρίου αναστήματος, με καστανά μαλλιά που έφταναν λίγο πιο κάτω από τους ώμους της, καστανά μάτια και το πιο γλυκό χαμόγελο που είχα δει. Ευχόμουν να χαθώ μέσα του. Με τον καιρό την πλησίασα και αρχίσαμε να μιλάμε. Είχαμε κάποια κοινά οπότε γρήγορα γίναμε φίλοι. Κάθε μέρα που βρισκόμασταν συζητούσαμε για τα πάντα, ότι θεωρούσαμε πως έπρεπε να αναλυθεί.
   Έτσι περνούσαν οι μέρες και οι εβδομάδες ώσπου κατάλαβα πως την αγαπούσα. Τη σκεφτόμουν συνέχεια και δεν μπορούσα να περιμένω πότε θα ερχόταν η στιγμή που θα την ξανάβλεπα. Μέρα με τη μέρα ο έρωτας φούντωνε μέσα μου και γινόταν όλο και δυσκολότερο να τον συγκρατήσω, σαν ένας ορμητικός χείμαρρος που σφυροκοπά ανελέητα το φράγμα για να το ρίξει και να συνεχίσει την ξέφρενη πορεία του.
   Θορυβημένος από αυτά τα συναισθήματα αποφάσισα να μιλήσω στον πατέρα μου και να ζητήσω τη συμβουλή του. Αυτός γέλασε, με κοίταξε με περηφάνια και μου είπε πως το μόνο γιατρικό για την περίπτωσή μου είναι η εξομολόγηση. Έπρεπε να της μιλήσω και να της ομολογήσω τα πραγματικά μου συναισθήματα για κείνη.
   Πέρασε μια εβδομάδα μέχρι να καταφέρω να βρω το θάρρος να της το πω. Οι μέρες περνούσαν και έμενα άπρακτος. Όταν είδα πως δεν μπορούσα να κρατήσω αυτή τη στάση για πάντα, αποφάσισα να καταπιώ τους φόβους μου και τις επιφυλάξεις μου και να της μιλήσω. Προετοιμαζόμουν ψυχολογικά όσο ήμουν στη βιβλιοθήκη, ήμουν μάλιστα τόσο αφηρημένος που δεν πρόσεξα πως ο βιβλιοθηκάριος, στον οποίο ήμουν μαθητευόμενος, με φώναζε για ώρα.
   Όταν το συνειδητοποίησα έτρεξα γρήγορα στο γραφείο του. Ήταν καθισμένος σε ένα τραπέζι γεμάτο με παπύρους. Μόλις με είδε με κατσάδιασε για την αργοπορία και με ρώτησε το λόγο της αφηρημάδας μου. Κομπιάζοντας του εκμυστηρεύτηκα ντροπαλά το λόγο. Εκείνος έπλεξε τα δάχτυλά του και ακούμπησε το σαγόνι του πάνω τους, με κοίταξε με συνωμοτικό χαμόγελο που με ξάφνιασε και μου είπε πως είμαι δικαιολογημένος και πως μπορούσα να φύγω. Την ώρα που έβγαινα από το γραφείο μου ευχήθηκε καλή τύχη.
   Βγήκα από το κτήριο της Βιβλιοθήκης και προχώρησα με ταχύ βήμα προς την πλατεία. Είχαν ήδη μαζευτεί κάποιοι γνωστοί μου και συζητούσαν εύθυμα κάτω από τη σκιά του πεύκου, εκείνη όμως δεν βρισκόταν εκεί. Στήριξα την πλάτη μου στον κορμό του πεύκου και περίμενα  καρτερικά. Στις ερωτήσεις των γνωστών μου για τη συμπεριφορά μου έδωσα μερικές αφηρημένες απαντήσεις.
   Όταν την είδα να πλησιάζει ένιωσα την καρδιά μου να χτυπά πιο δυνατά και ένα κόμπο να σφίγγει το στομάχι μου. Κατάπια προσπαθώντας να λύσω τον κόμπο στο στομάχι, πήρα μια βαθιά ανάσα για να ηρεμίσω και την πλησίασα. Μόλις με είδε χαμογέλασε και με χαιρέτισε. Μόλις βρέθηκα δίπλα της, της ψιθύρισα στο αυτί να με ακολουθήσει γιατί είχα κάτι σημαντικό να της πω που δεν ήθελαν να ακούσουν οι υπόλοιποι. Με κοίταξε με ένα απορημένο βλέμμα αλλά με ακολούθησε χωρίς ερωτήσεις.
   Την οδήγησα μακριά από την πλατεία, μπροστά από ένα εγκαταλειμμένο από χρόνια σπίτι. Οι τοίχοι του σπιτιού είχαν καλυφθεί από αναρριχητικά φυτά και βρύα ώστε να μοιάζει σαν να είχε κατασκευαστεί από αυτά. Ο κήπος ήταν τόσο απεριποίητος που είχε γεμίσει με ζιζάνια και αγριολούλουδα. Τα τελευταία μου τράβηξαν την προσοχή. Είχαν ένα κόκκινο χρώμα που μου άρεσε πολύ. Ασυναίσθητα έσκυψα και έκοψα τρία από αυτά και τα προσέφερα στην κοπέλα.
   Εκείνη τα πήρε και τα μύρισε. Τότε βρήκα το θάρρος και άρχισα να της εξομολογούμε τα συναισθήματά που έτρεφα για αυτήν. Όσο περνούσε η ώρα ένιωθα το πρόσωπό μου να καίει όλο και περισσότερο.
   «Έχεις γίνει κόκκινος σαν τα λουλούδια», μου είπε πειραχτικά.
   Ήθελα να ανοίξει η γη και να με καταπιεί. Πήγα να μουρμουρίσω μια δικαιολογία αλλά με αφόπλισε το χαμόγελό της. Ένα χαμόγελο που δεν έλεγε τίποτα, αλλά εννοούσε περισσότερα από όλες τις λέξεις του κόσμου.



Συγγραφή

Πάντα μου άρεσε να γράφω λογοτεχνικά κείμενα. Έχω πολλές ιδέες, σε αρκετές έφτιαξα ένα πλάνο, ορισμένες ξεκίνησα να τις γράφω και μερικές τις ολοκλήρωσα. Εδώ και καιρό σκεφτόμουν μήπως ήταν καλή ιδέα να βάλω στο μπλογκ μου τα ολοκληρωμένα κείμενα μου. Από τη μια θα δώσει στο μπλογκ μια νέα ώθηση, από την άλλη ίσως πιεστώ λιγάκι παραπάνω να ολοκληρώσω περισσότερες από τις ιδέες μου. Δεν ξέρω πως θα λειτουργήσει, αλλά θα έχει φάση να το δοκιμάσω.